προκατοπτρίζομαι

προκατοπτρίζομαι
Μ
βλέπω κάτι μπροστά από τα μάτια μου σαν σε κάτοπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατοπτρίζομαι «καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι σε κάτοπτρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”